Πέμπτη 28 Μαρτίου 2013

Εισήγηση του αντιπροέδρου του Ε.Κ.Φ. Κων. Σιάκου στο συνέδριο της ΓΣΕΕ

Σήμερα, όσο ποτέ στο παρελθόν, το συνδικαλιστικό κίνημα βρίσκεται στο σταυροδρόμι των προκλήσεων. Βρίσκεται στο σημείο εκείνο, που απαιτείται μια τολμηρή και πλήρης μεταστροφή των παλιών δομών και πρακτικών αλλά και της συνδικαλιστικής κουλτούρας γενικότερα. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις όλων των βαθμίδων και κυρίως οι ανώτερες, αντιμέτωπες με μια ζοφερή πραγματικότητα, πρέπει να έρθουν σε σύγκρουση με τον ίδιο τους τον εαυτό και με αυτοκριτική ματιά να πάνε ένα βήμα παραπέρα.
Όταν όλα γύρω μας αλλάζουν, ο συνδικαλισμός δεν έχει δικαίωμα να παραμείνει ίδιος.
Τα εργασιακά δικαιώματα στη χώρα μας οδηγούνται με ρυθμούς γεωμετρικής προόδου στην αποσάθρωση και τη παρακμή καταφέροντας ένα σημαντικό πλήγμα στην ζωή και τη καθημερινότητα όλων μας. Όλα αυτά εξαιτίας της κρίσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος που έχει οδηγήσει στην ανέχεια εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο αλλά και εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες εργαζομένους. Η Ελλάδα υποδέχτηκε την κρίση ανέτοιμη έχοντας υψηλά ελλείμματα και διογκωμένο χρέος. Η κρίση συντάραξε την παραγωγικότητα και την απασχόληση και εξανάγκασε το εργατικό κίνημα να δίνει καθημερινά μάχες « οπισθοφυλακής».
Η κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, που αποτελεί το πιο ισορροπημένο και δίκαιο μέσο ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων, αποτελεί την πιο οδυνηρή ήττα για τον συνδικαλισμό. Η επιστροφή στην ατομική διαπραγμάτευση, που δεν διαθέτει κανένα εχέγγυο ορθότητας, καθιστά τους εργαζομένους έρμαια των εργοδοτών. Καταργείται επι της ουσίας η δυνατότητα διαλόγου και συμμετοχής του συνδικαλισμού στη διαμόρφωση των εργασιακών δεδομένων, γεγονός που μέχρι σήμερα – παρά τις πολλές αστοχίες – μετέτρεπε τα θετικά αποτελέσματα της δράσης του σε όφελος του κοινωνικού συνόλου εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα ένα αξιοπρεπές επίπεδο εργασίας.
Η απαξίωση των συλλογικών συμβάσεων με τον κατώτατο μισθό να υπολείπεται σημαντικά των ορίων της αξιοπρεπούς διαβίωσης, μάς προκαλεί να κάνουμε, ως συνδικαλιστικό κίνημα, την αυτοκριτική μας. Δεν είναι τυχαίοι οι δείκτες εμπιστοσύνης των πολιτών στους συνδικαλιστές, που κυμαίνονται σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Το συνδικαλιστικό κίνημα στο σύνολό του στέκει μάλλον αμήχανο μπροστά στις νέες προκλήσεις και όσο επιμένει σε παλιές πρακτικές τίποτα δεν πρόκειται να προωθήσει ή να επιλύσει ή να διασφαλίσει προς όφελος των εργαζόμενων και του κοινωνικού συνόλου ευρύτερα.
Για να μπορέσει να αποδώσει ο συνδικαλισμός, πρέπει πρώτα να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα, ωστόσο, αποτελεί σαφέστατα η ανεργία που αποτελεί μια όχι απλώς κοινωνική αλλά ανθρωπιστική κρίση. Τα στατιστικά μαρτυρούν επιστροφή στα επίπεδα ανεργίας περασμένων δεκαετιών. Εξαιτίας της αδυναμίας των πολιτών να εργαστούν λόγω των συνθηκών και των πολιτικών που ακολουθούνται ελλοχεύει ο κίνδυνος μιας κοινωνικής έκρηξης. Πρέπει άμεσα να γίνουν ενέργειες για την καταπολέμηση της ανεργίας μέσα από ένα οργανωμένο σχέδιο επενδύσεων στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα.
Όλες αυτές οι δυσλειτουργίες ισοδυναμούν για τον συνδικαλισμό με προκλήσεις. Ουσιώδεις προκλήσεις αποτελεσματικότητας και επιβίωσης. Ο στόχος δεν είναι η επιβίωση των συνδικάτων αλλά η διαφύλαξη των οικονομικών και γενικά των εργασιακών συμφερόντων των εργαζομένων. Οτιδήποτε περισσότερο και λιγότερο από αυτό είναι περιττό και ανούσιο.
Οι προκλήσεις, λοιπόν, της εποχής για το συνδικαλιστικό κίνημα είναι πολλές και αδίστακτες. Δεν αφήνουν περιθώρια αδράνειας. Η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και γενικά της εργατικής νομοθεσίας μέσα σε ένα πλαίσιο ελαστικότητας και προσωρινότητας είναι το πρώτο στοιχείο που κρούει τον κώδωνα του κινδύνου και φανερώνει πως ο συνδικαλισμός στην Ελλάδα υπολειτουργεί.
Η πιο θεμελιώδης πρόκληση για όλους μας είναι η προστασία του δικαιώματος της εργασίας και της ελεύθερης πρόσβασης για όλους. Η προσπάθεια να δημιουργηθεί μέσω της εργασίας ένα πλαίσιο δημιουργικότητας, ανεξαρτησίας και κυρίως σεβασμού στην προσωπικότητά μας, είναι αυτό που σήμερα μας στερείται βαναύσως μέσα από τις αδίστακτες νεοφιλελεύθερες πολιτικές.
Πώς, με ποια αιτήματα και με ποιες μορφές διεκδίκησης οι εργαζόμενοι θα υπερασπιστούν το δικαίωμά τους στην εργασία, θα διατηρήσουν και θα βελτιώσουν το βιοτικό τους επίπεδο και τα κοινωνικά και δημοκρατικά τους δικαιώματα και ελευθερίες;
Ιδού το βασικό ερώτημα που βασανίζει όλους τους εργαζομένους αυτή την εποχή. Σ’ αυτό το ερώτημα καλούμαστε και εμείς να απαντήσουμε. Με λίγα λόγια πρέπει να ξαναπαλέψουμε για τα αυτονόητα.
Πως όμως πρέπει να διαμορφωθεί ο συνδικαλισμός από εδώ και πέρα;
Όλοι γνωρίζουν πως υπάρχουν δύο τρόποι να ασκήσεις συνδικαλισμό. Στην πρώτη περίπτωση, επιτυχία είναι να μην καταφεύγεις σε απεργία, αλλά με την απειλή της να επιτυγχάνεις οφέλη για τον κλάδο σου.
Ζητάς δέκα, παίρνεις τέσσερα και προχωράς για την επόμενη διεκδίκηση. Στη δεύτερη περίπτωση, θέτεις θέματα που γνωρίζεις εκ των προτέρων ότι δεν είναι δυνατόν να ικανοποιηθούν, επιδιώκοντας τη σύγκρουση. Δυστυχώς στη χώρα μας η πόλωση και οι συγκρούσεις συνδικαλιστικών οργανώσεων και κυβερνητικών αξιωματούχων αποτελεί συχνό φαινόμενο, γεγονός που βλάπτει κυρίως τους αποδέκτες της πολιτικής, τους εργαζομένους.
Οι συνδικαλιστικές ενώσεις πρέπει, περνώντας στην επόμενη φάση, να ανατροφοδοτούνται από τους ίδιους τους εργαζομένους αναπτύσσοντας συνεχείς διαύλους επικοινωνίας μαζί τους ώστε να αφουγκράζονται τα πραγματικά προβλήματα του κάθε κλάδου. Ένας συνδικαλιστής κλεισμένος στο γραφείο του δεν δύναται σε καμία περίπτωση να καταλάβει τις ανησυχίες των εργαζομένων και των ανέργων.
Αλλά και η διαμόρφωση ενός κανονισμού δεοντολογίας από το ίδιο το συνδικαλιστικό κίνημα είναι μια κίνηση προς τη σωστή κατεύθυνση που θα μπορέσει να ενισχύσει το αίσθημα ευθύνης των συνδικαλιστών. Σίγουρα πάντως και η ανανέωση σε επίπεδο στελεχών θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να αποτελέσει μια προσπάθεια αυτοκάθαρσης.
Προς τη σωστή κατεύθυνση θα ήταν και μια φιλόδοξη προσπάθεια μεγιστοποίησης της διαπραγματευτικής τους δύναμης μέσω της ανάπτυξης ανοιχτών συμμετοχικών θεσμών που θα προλαμβάνουν και θα αποτρέπουν ρυθμίσεις εις βάρος των εργαζομένων. Ο μόνος δρόμος για την ενίσχυση της διαπραγματευτικής ισχύος των συνδικαλιστικών οργανώσεων περνάει μέσα από την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των εργαζομένων και γενικά των πολιτών προς το συνδικαλιστικό κίνημα.
Ένα ακόμα σημαντικό πρόβλημα που αποτελεί παράλληλα και πρόκληση είναι η μετεξέλιξη του συντεχνιακού και κρατικοδίαιτου συνδικαλισμού σε ελεύθερη και οργανωμένη δύναμη που αισθάνεται ότι συμμετέχει και καθορίζει από κοινού τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις και ισορροπίες παράγοντας ξανά πολιτική με αλληλεγγύη, ευαισθησία και υπευθυνότητα για τον άνθρωπο και το περιβάλλον του. Το κίνημα του συνδικαλισμού στη χώρα μας υπερασπίστηκε κατά κύριο λόγο τον δημόσιο τομέα που ούτως η άλλως έχει την ασφάλεια του κράτους – εργοδότη, αφήνοντας έτσι απροστάτευτο τον πολύ σπουδαίο ιδιωτικό τομέα. Δεν είναι τυχαίο ότι η συντριπτική πλειοψηφία των συνδικαλιστών προέρχονται από τον στενό αλλά και ευρύτερο δημόσιο τομέα. Με την πάροδο του χρόνου εμπεδώθηκε στη χώρα μας ότι έχουμε έναν συνδικαλισμό, εντελώς αδιάφορο για τα τεκταινόμενα εκτός δημοσίου, γεγονός που αποδεικνύεται και σήμερα μέσα από τις ατελείωτες συζητήσεις που γίνονται για τους υπεράριθμους δημοσίους υπαλλήλους.
Για τους ιδιωτικούς υπαλλήλους «ουδέν σχόλιο».
Ως εργαζόμενος στον ιδιωτικό τομέα είμαι βαθιά πεπεισμένος ότι μόνο ο ιδιωτικός τομέας μπορεί να τονώσει την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα και να εγγυηθεί την ομαλή έξοδο από την κρίση. Για να γίνει όμως αυτό πρέπει οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα να μπορούν να εργάζονται με αξιοπρέπεια και ασφάλεια. Αντ ‘ αυτού οι ιδιωτικοί υπάλληλοι, αυτοί οι «αφανείς » ήρωες της κρίσης, πλήττονται περισσότερο από κάθε άλλο εργαζόμενο και γι αυτό χρειάζονται περισσότερο τη στήριξή μας.
Μέσα από την σημερινή κρίση μια ολόκληρη γενιά κινδυνεύει να χαθεί. Κινδυνεύει να χάσει το δικαίωμα στη φιλοδοξία, στη προοπτική, στην αξιοπρέπεια. Γι ‘ αυτό είναι απολύτως απαραίτητη μια πιο ενεργή δραστηριοποίηση των νέων στο χώρο του συνδικαλισμού. Οι νεότεροι πρέπει να αναλάβουν τώρα δράση για να προφυλάξουν με τον δυναμισμό που τους διακρίνει τα κεκτημένα και να διεκδικήσουν περαιτέρω οφέλη για τον κλάδο τους. Αξιοποιώντας την εμπειρία των μεγαλύτερων συναδέλφων εμείς, ως νεώτεροι, οφείλουμε να διαχειριστούμε μόνοι μας τις τύχες μας χωρίς να αφήσουμε να τις ρυθμίσουν μακρινά κέντρα εξουσίας που αγνοούν πλήρως τις πραγματικές συνθήκες των εργαζομένων στη χώρα.
Όσον αφορά το θεσμικό πλαίσιο ο συνδικαλιστικός νόμος, που τέθηκε σε ισχύ προ 30ετίας περίπου, κατοχυρώνει σε νομοθετικό επίπεδο τη δημοκρατική έκφραση του συνδικαλισμού. Τη στιγμή που οι εργαζόμενοι δοκιμάζονται τόσο σκληρά οποιαδήποτε ενέργεια μεταβολής του υφιστάμενου πλαισίου επί τα χείρω θα ισοδυναμούσε με καταστροφή γιατί θα τους στερούσε το δικαίωμα στη απεργία και θα οδηγούσε τα συνδικάτα σε αποδυνάμωση.
Ο συνδικαλισμός πρέπει να είναι ο δυναμικός εκείνος φορέας των προσδοκιών των εργαζόμενων σ’ ένα ραγδαία μεταβαλλόμενο περιβάλλον, από τη νέα τεχνολογία και την οικονομική συγκυρία και όχι υποχείριο όργανο στα χέρια συμφερόντων αντίθετων με τις επιδιώξεις, τις επιθυμίες και τα οράματα των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων. Η διαφάνεια στην λειτουργία του και στις επιδιώξεις του, είναι αναγκαία και ικανή συνθήκη για να αντιπαρατεθεί αποτελεσματικά στην αντίληψη του Συνδικαλισμού.
Όσο πιο γρήγορα αντιληφθούμε ότι οι εξελίξεις είναι καταιγιστικές και ότι πρέπει να σταθούμε στο ύψος των απαιτήσεων των πολιτών και κυρίως των εργαζομένων που εκπροσωπούμε, τόσο πιο ουσιώδεις θα είναι οι κινήσεις μας.
Το συνδικαλιστικό κίνημα δεν πρέπει να χαθεί. Ο «αποσυνδικαλισμός» θα είναι ένα βήμα προς τα πίσω. Η συνδικαλιστική δράση είναι πολύ χρήσιμη αρκεί βέβαια να γίνουν οι απαραίτητες διορθώσεις. Οι άνθρωποι, άλλωστε, πρέπει να αγωνίζονται ενωμένοι ώστε να κατακτούν. Κάνοντας την αυτοκριτική μας θα μπορέσουμε να αποδεσμευτούμε από τη μιζέρια και την επιλεκτική απραξία. Πρέπει συσπειρωμένοι και σε ένα ενιαίο πλαίσιο να προστατέψουμε τα κεκτημένα δικαιώματα που μας έχουν απομείνει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα σχόλια στα blogs υπάρχουν για να συνεισφέρουν οι αναγνώστες στο διάλογο. Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές.